Γονιμότητα
Σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα (Σ.Μ.Ν)
Πολλά σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα μπορεί να μην παρουσιάζουν συμπτώματα και να παραμένουν αδιάγνωστα για χρόνια, βάζοντας τη γονιμότητα σας (ή τη γονιμότητα του συντρόφου σας) σε κίνδυνο. Τα χλαμύδια, η γονόρροια και η σύφιλη είναι παραδείγματα σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσήματων που μπορεί να έχουν επιπτώσεις στη γονιμότητα.
Χλαμύδια
Τα χλαμύδια είναι, από τα Σ.Μ.Ν, η ποιό σοβαρή και συχνή αιτία μόνιμης καταστροφής των σαλπίγγων. Πρόκειται για βακτηριακή λοίμωξη, πιο συχνή σε άτομα ηλικίας 20-30 ετών.
Αρκετά συχνά δεν παρουσιάζουν καθόλου συμπτώματα, οπότε η νόσος μπορεί να είναι αδιάγνωστη για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ωστόσο, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα μπορεί να προκαλέσει πυελική φλεγμονώδης νόσος (PID), με την οποία καταστρέφεται το ενδοθήλιο του ενδομητρίου (εκεί όπου εμφυτεύεται το έμβρυο) και το ενδοθήλιο κατά μήκος των σαλπίγγων (εκεί όπου γίνεται η γονιμοποίηση) με αποτέλεσμα γυναικεία στειρότητα.
Τα χλαμύδια επηρεάζουν και την ανδρική γονιμότητα καθώς προκαλούν φλεγμονή στου όρχεις και τον προστάτη με αποτέλεσμα τη διαταραχή της παραγωγής του σπέρματος.
Γονόρροια
Αυτή η βακτηριακή μόλυνση μπορεί να επηρεάσει τον κόλπο, την ουρήθρα, το ορθό και το πέος. Μπορεί επίσης να επηρεάσει το στόμα όταν μεταβιβάζεται μέσω του στοματικού σεξ. Εάν η γονόρροια δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, μπορεί να οδηγήσει σε μελλοντικά προβλήματα γονιμότητας στους άνδρες και στις γυναίκες. Μαζί με χλαμύδια, είναι μια σημαντική αιτία της φλεγμονώδης νόσου της πυέλου, των σαλπίγγων και προκαλεί στειρότητα και έκτοπες κύησεις. Για τους άνδρες, αν τα βακτήρια περάσουν μέχρι την ουρήθρα μπορεί να επηρεάσουν τον προστάτη και την επιδιδυμίδα.
Σύφιλη
Σύφιλη είναι μια βακτηριακή μόλυνση που μπορεί εύκολα να αντιμετωπιστεί με αντιβιοτικά, αλλά μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα σε ένα έμβρυο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο αποβολής ή συγγενείς ανωμαλίες.
Κονδυλώματα
Τα κονδυλώματα γύρω από το κόλπο ή/και το περίνεο και το πρωκτό, είναι το εμφανές αποτέλεσμα μιας λοίμωξης από τον ιό των ανθρωπίνων κονδυλωμάτων HPV. O ιός αυτός μεταδίδεται κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Τα κονδυλώματα μπορεί να αφαιρεθούν με μια μικρή επέμβαση με χρήση laser.
Τα κονδυλώματα ΔΕΝ προκαλούν υπογονιμότητα, αλλά οι επεμβάσεις αντιμετώπισής τους ΜΠΟΡΕΙ να προκαλέσουν υπογονιμότητα.
Είναι απαραίτητο τα κονδυλώματα να αντιμετωπισθούν έγκαιρα για να μην επηρεάσουν τη γονιμότητα.
Εάν τα κονδυλώματα δεν αντιμετωπισθούν εγκαίρως, με το χρόνο θα γίνουν μεγαλύτερα. Φαρμακευτική αντιμετώπιση με κατάλληλα σκευάσματα μπορεί να χορηγηθεί μόνο σε πολύ μικρά κονδυλώματα, και πάλι δεν είναι βέβαιο πως η θεραπεία θα είναι 100% αποτελεσματική. Μία άλλη μέθοδος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί είναι η κρυοπηξία. Καμία θεραπευτική προσέγγιση δε θεωρείται «καλύτερη» από την άλλη, έχει όμως πολύ μεγάλη σημασία κάθε φορά να γίνεται η επιλογή της πλέον κατάλληλης αγωγής, ανάλογα με το περιστατικό.
Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να αποκλεισθεί παθολογία και στον τράχηλο, με ένα Τεστ Παπ ή/και Thin Prep. Μην αμελείτε τον ετήσιο γυναικολογικό σας έλεγχο και ζητήστε συμβουλή στο πρώτο ανησυχητικό σύμπτωμα. Ο ιός HPV ποτέ δεν απομακρύνεται από τον οργανισμό. Από τη στιγμή που θα μολύνει τα κύτταρα παραμένει για πάντα μέσα τους. Αυτό που αντιμετωπίζουμε και θεραπεύουμε είναι τις βλάβες που προκαλεί ο ιός.
Τα κονδυλώματα αρκετά συχνά υποτροπιάζουν ακόμη και μετά από επιτυχή αφαίρεση. Αυτό συμβαίνει γιατί, από τη στιγμή που έχει ο οργανισμός μολυνθεί με τον ιό, το αποτέλεσμα της μόλυνσης, δηλαδή τα κονδυλώματα, μπορεί να εμφανιστούν σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Έτσι, ενώ ορισμένες περιοχές έχουν θεραπευτεί, παραπλήσια σημεία που τη στιγμή της επέμβασης ήταν «καθαρά», μπορεί να αναπτύξουν κονδυλώματα αργότερα. Για το λόγο αυτό, χρειάζεται επανεξέταση του ασθενή σε καθορισμένο χρονικό διάστημα μετά την αρχική θεραπεία.